ψηφοθετήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ψηφοθετήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του ψηφοθέτηση
- εναλλακτικά: ψηφοθέτησης
ψηφοθετήσεως θηλυκό