ψοφέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψοφέω < ψόφος + jω
Ρήμα
[επεξεργασία]ψοφέω και συνηρημένο ψοφῶ
- κροτώ, παράγω θόρυβο, ψόφο
- σπάω, λυγίζω με κρότο, τσακίζομαι