ψοφέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψοφέω < ψόφος + jω

ψοφέω και συνηρημένο ψοφῶ

  1. κροτώ, παράγω θόρυβο, ψόφο
  2. σπάω, λυγίζω με κρότο, τσακίζομαι

Συγγενικά

[επεξεργασία]