ψυλλιαστείτε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ψυλλιαστείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψυλλιάζομαι
  2. θα ψυλλιαστείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψυλλιάζομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ψυλλιάζομαι