όρσε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

όρσε < όρισε, β' ενικός προστακτικής αορίστου του ορίζω

Επιφώνημα[επεξεργασία]

όρσε

  1. επιφώνημα κατά την χειρονομία μουτζώματος
  2. (το, ουδέτερο, άκλιτο) ορίστε όταν δείχνουμε κάτι αρνητικό ή μειωτικό για τον παρατηρητή
  3. (λαϊκότροπα) ορίστε, να αυτό, αυτό για εσένα, πάρε αυτό, έλα/πέρνα μέσα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]