Різдво
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ουκρανικά (uk)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Різдво < αρχαία ανατολική σλαβική γλώσσα рожьство (r o ž ĭ s t v o) < πρωτοσλαβική roďьstvo < *roditi + *-ьstvo. → Πρβ. λευκορωσική Раство και Ражаство, ρουθηνική Ріство, ρωσική Рождество, σερβοκροατική Рождество (λατ. γραφή: Рождество)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Різдво (uk) (Rizdvó) ουδέτερο
- τα Χριστούγεννα