боја
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σερβικά (sr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- боја < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική بویا
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]боја (sr) (λατινική γραφή: bòja) θηλυκό
Σλαβομακεδονικά (mk)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- боја < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική بویا
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]боја (mk) θηλυκό