верно

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

верно (ru)

  1. Ουδέτερη σύντομη μορφή του верный
  2. είναι αληθές
  3. είναι σωστό

Επίρρημα

[επεξεργασία]

верно (ru)

  1. σωστά, νόμιμα
  2. πιθανά, κατά πάσα πιθανότητα
  3. μόνιμα


Συνώνυμα

[επεξεργασία]