μόνιμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μόνιμα < μόνιμος
Επίρρημα[επεξεργασία]
μόνιμα
- είναι μόνιμα κατσουφιασμένος
- για πάντα (λέγεται για κάτι που πρόκειται να διαρκέσει, για μια κατάσταση που αναμένεται να είναι σταθερή)
- εγκατασταθήκαμε μόνιμα στο νέο μας σπίτι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μόνιμα