permanently

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός permanently
συγκριτικός more permanently
υπερθετικός most permanently

Ετυμολογία [επεξεργασία]

permanently < permanent + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

permanently (en)

  • μόνιμα
    We permanently settled into our new home.
    Εγκατασταθήκαμε μόνιμα στο νέο μας σπίτι.

Πηγές[επεξεργασία]