permanent
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]permanent (en)
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]permanent (fr) αρσενικό
permanent (en)
permanent (fr) αρσενικό