мрва
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σερβοκροατικά (sh)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mr̂ʋa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : мр‐ва
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
мрва (sh) (λατινική γραφή: mrva) θηλυκό
- το ψίχουλο, πάρα πολύ μικρό κομμάτι που έχει φύγει από τριμμένο ψωμί, μπισκότο ή άλλο παρόμοιο φαγητό
- (μεταφορικά) το ψίχουλο, ψιχίο, για κάτι που προσφέρεται σε πολύ μικρή ποσότητα
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του мрва
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | мрва | мрве |
γενική | мрве | мрва |
δοτική | мрви | мрвама |
αιτιατική | мрву | мрве |
κλητική | мрво | мрве |
τοπική | мрви | мрвама |
οργανική | мрвом | мрвама |