нога
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρωσικά (ru) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
нога (ru) θηλυκό
- το πόδι
Σερβικά (sr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
нога (sr) (λατινική γραφή: noga) θηλυκό
- το πόδι