нога

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

нога (ru) θηλυκό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

нога (sr) (λατινική γραφή: noga) θηλυκό