noga
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
noga (pl) θηλυκό
- το πόδι με τις έννοιες
- (ανατομία) το κάτω άκρο ανθρώπου ή ζώου
- το κάτω άκρο αντικειμένου πάνω στο οποίο στηρίζεται
- το κάτω άκρο του ποδιού
- (μεταφορικά) σκράπας
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σερβικά (sr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
noga (sr)
- λατινική γραφή του нога