пиджак
Πίνακας περιεχομένων
Ρωσικά (ru) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Από το Αγγλικό pea jacket (pilot jacket) < Ολλανδικά pijjekker.
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
пиджак (ru) αρσενικό