праска
Εμφάνιση
Σερβοκροατικά (sh)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- праска < πρωτοσλαβική *persky < μεσαιωνική ελληνική περσικία / περσίκιον < αρχαία ελληνική Περσικός < Περσία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]праска (sh) θηλυκό