шаршамбы
Εμφάνιση
Μπασκίρ (ba)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ʂɑrˈʂɑm.bɯ̞/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : шар‐шам‐бы
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]шаршамбы (šaršambï)
шаршамбы (šaršambï)