Τετάρτη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Τετάρτη | οι | Τετάρτες |
γενική | της | Τετάρτης | των | Τεταρτών |
αιτιατική | την | Τετάρτη | τις | Τετάρτες |
κλητική | Τετάρτη | Τετάρτες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Τετάρτη < ελληνιστική κοινή Τετάρτη (εννοείται η τέταρτη ημέρα μετά το Σάββατο), ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου τέταρτος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /teˈtaɾ.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τε‐τάρ‐τη
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Τετάρτη θηλυκό
- η τέταρτη ημέρα της εβδομάδας· προηγείται η Τρίτη και ακολουθεί η Πέμπτη
- η τέταρτη τάξη του δημοτικού σχολείου
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τέταρτος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Τετάρτη
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μέρες της εβδομάδας (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)