ябълка
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βουλγαρικά (bg)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ябълка < πρωτοσλαβική *jablъko, *ablъko
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ябълка (bg) θηλυκό