μηλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μηλιά | οι | μηλιές |
γενική | της | μηλιάς | των | μηλιών |
αιτιατική | τη | μηλιά | τις | μηλιές |
κλητική | μηλιά | μηλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μηλιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μηλιά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μηλέα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μηλιά θηλυκό
- (δέντρο) φυλλοβόλο δέντρο (του είδους Malus domestica) με ελλειψοειδή φύλλα και λευκά άνθη, και που καλλιεργείται για τους καρπούς του, τα μήλα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη μήλο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
μηλιά στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δέντρα (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)