măr
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
măr (ro) ουδέτερο
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
măr (ro) αρσενικό
- η μηλιά