pommier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pommier < pumier < pomme

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pommier pommiers

pommier (fr) αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη  pomme