մորու
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρμενικά (hy)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- մորու > παλαιά αρμενική մօրու (mōru), και γραφή մաւրու (mawru)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
մորու (hy) (mōru)
- (σπάνιο, οικογένεια) η μητριά
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- → δείτε մօրու#References στο αγγλικό Βικιλεξικό