لامبالاة
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αραβικά (ar)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /laː.mu.baː.laːh/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
لامبالاة (لَامُبَالَاة) (ar) (lā-mubālāh) θηλυκό