ἀβλεπτέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀβλεπτέω < παρασύνθετο του ἀβλεπτος

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀβλεπτέω και σε συναίρεση ἀβλεπτῶ
  1. δεν βλέπω, παραμελώ
  2. σφάλλομαι

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Το ρήμα ἀβλεπτέω -ῶ παρουσιάζεται ελλιπές, απαντάται μόνο στον ενεστώτα (Ξενοφών "Απολογία Σωκράτους" Α' 2, 3)