ἀβλεπτέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀβλεπτέω < παρασύνθετο του ἀβλεπτος
Ρήμα[επεξεργασία]
- ἀβλεπτέω και σε συναίρεση ἀβλεπτῶ
- δεν βλέπω, παραμελώ
- σφάλλομαι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Το ρήμα ἀβλεπτέω -ῶ παρουσιάζεται ελλιπές, απαντάται μόνο στον ενεστώτα (Ξενοφών "Απολογία Σωκράτους" Α' 2, 3)