ἀβλέπτημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀβλέπτημα < εκ του ἀβλεπτέω - ἀβλεπτῶ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀβλέπτημα ουδέτερο