ἀγασμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀγασμός < εκ του ἀγάζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀγασμός αρσενικό