ἀγάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀγάζω < ἄγαν

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀγάζω
  1. σύνταξη με αιτιατική ἀγάζω τι = εξετάζω με αγανάκτηση
  2. (αμετάβατο) ἀγάζω = αγανακτώ
  3. παθητική φωνή ἀγάζομαι τινά = εκθειάζω, εγκωμιάζω, υπερυψώνω κάποιον

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • Το ρήμα "ἀγάζω" είναι ελλιπές με περιορισμένη χρήση μόνο στον ενεργητικό και μέσο ενεστώτα, ἀγάζω και ἀγάζομαι, απαντάται στον Πίνδαρο (Νεμεονίκες 11, 6) και στα Ορφικά Αργοναυτικά 64), πρόκειται για πολύ αρχαίο ρήμα