ἀγησίλαος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀγησίλαος < ἡγέομαι + λαός

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀγησίλαος, -ος, -ον
  1. αυτός που οδηγεί λαό ακόμα και στον Άδη
  2. κύριο όνομα βασιλέων της Σπάρτης

Δείτε επίσης[επεξεργασία]