ἀνάλατος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ανάλατος, Ανάλατος

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀνάλατος < ἀν- + ἀλάτ(ι) + -ος

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἀνάλατος

  1. ο ανάλατος
  2. (για άνθρωπο) ο άνοστος