ἀνάλωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀνάλωτος τὸ ἀνάλωτον οἱ, αἱ ἀνάλωτοι τὰ ἀνάλωτα
Γενική τοῦ, τῆς ἀναλώτου τοῦ ἀναλώτου τῶν ἀναλώτων τῶν ἀναλώτων
Δοτική τῷ, τῇ ἀναλώτῳ τῷ ἀναλώτῳ τοῖς, ταῖς ἀναλώτοις τοῖς ἀναλώτοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀνάλωτον τὸ ἀνάλωτον τοὺς, τὰς ἀναλώτους τὰ ἀνάλωτα
Κλητική ἀνάλωτε ἀνάλωτον ἀνάλωτοι ἀνάλωτα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀναλώτω
Γενική-Δοτική ἀναλώτοιν

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀνάλωτος, -ος, -ον

  1. απόρθητος, που δεν μπορεί κανείς να τον κυριεύσει ή γενικότερα να του επιβληθεί
  2. που δεν έχει ακόμη κυριευθεί
  3. που δεν μπορεί να αναιρεθεί με επιχειρήματα
  4. ανέφικτος, απραγματοποίητος

Συγγενικά[επεξεργασία]