ἀναγκαιότης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀναγκαιότης < ἀναγκαῖος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀναγκαιότης-ότητος θηλυκό

  1. η ανάγκη
  2. συγγένεια εξ αίματος

Συγγενικά[επεξεργασία]