ἀνακινέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀνακινέω < ἀνά + κινέω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀνακινέω

  1. κινώ μπρος-πίσω, από εδώ κι από εκεί, ανακατεύω, αναδεύω]]
  2. εξεγείρω
  3. σηκώνω ορθό, πετάω προς τα πάνω


Συγγενικά[επεξεργασία]