ἀναχώρησις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀναχώρησις θηλυκό
- υποχώρηση
- καταφύγιο
- τήν τε Πελοπόννησον πᾶσιν ἔφασαν ἀναχώρησίν τε καὶ ἀφορμὴν ἱκανὴν εἶναι (Θουκυδ. Ιστ. 1.90.3)
- Η Πελοπόννησος, υπεστήριζαν, επήρκει δι' όλους και ως καταφύγιον και ως ορμητήριον (Μετάφραση Ελευθερίου Βενιζέλου)
- τήν τε Πελοπόννησον πᾶσιν ἔφασαν ἀναχώρησίν τε καὶ ἀφορμὴν ἱκανὴν εἶναι (Θουκυδ. Ιστ. 1.90.3)
- επιστροφή
- ἥ τε γὰρ ἀναχώρησις τῶν Ἑλλήνων ἐξ Ἰλίου χρονία γενομένη πολλὰ ἐνεόχμωσε (Θουκυδ. Ιστ. 1.12.2)
- η μεγάλη βραδύτης της επιστροφής των Ελλήνων από την Τροίαν είχε προκαλέσει πολλάς πολιτικάς μεταβολάς (Μετάφραση Ελευθερίου Βενιζέλου)
- ἥ τε γὰρ ἀναχώρησις τῶν Ἑλλήνων ἐξ Ἰλίου χρονία γενομένη πολλὰ ἐνεόχμωσε (Θουκυδ. Ιστ. 1.12.2)