ἀνεμώλιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀνεμώλιος | τὸ ἀνεμώλιον | οἱ, αἱ ἀνεμώλιοι | τὰ ἀνεμώλια |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀνεμωλίου | τοῦ ἀνεμωλίου | τῶν ἀνεμωλίων | τῶν ἀνεμωλίων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀνεμωλίῳ | τῷ ἀνεμωλίῳ | τοῖς, ταῖς ἀνεμωλίοις | τοῖς ἀνεμωλίοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀνεμώλιον | τὸ ἀνεμώλιον | τοὺς, τὰς ἀνεμωλίους | τὰ ἀνεμώλια |
Κλητική | ἀνεμώλιε | ἀνεμώλιον | ἀνεμώλιοι | ἀνεμώλια |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀνεμωλίω | |||
Γενική-Δοτική | ἀνεμωλίοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ἀνεμώλιος