ἀνεπάγγελτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀνεπάγγελτος | τὸ ἀνεπάγγελτον | οἱ, αἱ ἀνεπάγγελτοι | τὰ ἀνεπάγγελτα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀνεπαγγέλτου | τοῦ ἀνεπαγγέλτου | τῶν ἀνεπαγγέλτων | τῶν ἀνεπαγγέλτων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀνεπαγγέλτῳ | τῷ ἀνεπαγγέλτῳ | τοῖς, ταῖς ἀνεπαγγέλτοις | τοῖς ἀνεπαγγέλτοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀνεπάγγελτον | τὸ ἀνεπάγγελτον | τοὺς, τὰς ἀνεπαγγέλτους | τὰ ἀνεπάγγελτα |
Κλητική | ἀνεπάγγελτε | ἀνεπάγγελτον | ἀνεπάγγελτοι | ἀνεπάγγελτα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀνεπαγγέλτω | |||
Γενική-Δοτική | ἀνεπαγγέλτοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀνεπάγγελτος < ἀν- + ἐπάγγελτος < ἐπαγγέλλομαι < ἐπί + ἀγγέλλω
Επίθετο[επεξεργασία]
ἀνεπάγγελτος, -ος, -ον
- που δεν έχει αναγγελθεί
- απρόσκλητος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ἀγγέλλω