ἀποζῶ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀποζῶ < ἀπό και ζῶ

ἀποζῶ

  • ζω από κάτι
νεμόμενοί τε τὰ αὑτῶν ἕκαστοι ὅσον ἀποζῆν καὶ περιουσίαν χρημάτων οὐκ ἔχοντες (...παίρνοντας από τη γη του ο καθένας τα απαραίτητα της επιβίωσης, στερημένοι χρημάτων)