ἀπολισθαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀπολισθαίνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀπολισθαίνω

  • μεταγενέστερη μορφή του ἀπολισθάνω
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 7, 3 @scaife.perseus
    Γίνεται δὲ σημεῖον τοῦ συνειληφέναι ταῖς γυναιξίν, ὅταν εὐθὺς γένηται μετὰ τὴν ὁμιλίαν ὁ τόπος ξηρός. Ἂν μὲν οὖν λεῖα τὰ χείλη ᾖ τοῦ στόματος, οὐ θέλει συλλαμβάνειν (ἀπολισθαίνει γάρ), οὐδ’ ἂν παχέα·
    ※  4ος↓ αιώνας Ιάμβλιχος, De Mysteriis 9.8, @scaife.perseus
    Ἔπειτα τούτων ἀποστὰς ἐπὶ μὲν τὴν φιλόσοφον ἀπολισθαίνεις δόξαν, ἀνατρέπεις δὲ τὴν ὅλην περὶ τοῦ ἰδίου δαίμονος ὑπόθεσιν.

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]