ἀρτζιβούριον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀρτζιβούριον < αρμενική Առաջավորաց (aṙaǰaworac') (=προηγούμενο διάστημα, τελευταία εβδομάδα πριν την χριστιανική νηστεία των Απόκρεω, κατά την οποία οι Αρμένιοι τηρούσαν αυστηρή νηστεία, πράγμα ακατανόητο για τους Βυζαντινούς. Έτσι και εξαιτίας της δύσκολης προφοράς της αρμένικης λέξης προέκυψε η σημασία της λέξης... *)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀρτζιβούριον ουδέτερο
- Ἀρτζιβούριον λεγόταν στοὺς Ἀρμενίους ἡ πρώτη βδομάδα τοῦ Τριωδίου, κατὰ τὴν ὁποία νήστευαν αὐστηρά. Σὲ ἀντίθεση οἱ ὀρθόδοξοι κατέλυαν τὴ νηστεία τῆς Τετάρτης καὶ Παρασκευὴς τὴ βδομάδα αὑτὴ καὶ εἰς πεῖσμα ὀνόμαζαν τὴν κατάλυση Ἀρτζιβούριον (Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών, τ. 15, 1969, σελ. 42)