ἀρόσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀρόσιμος | τὸ ἀρόσιμον | οἱ, αἱ ἀρόσιμοι | τὰ ἀρόσιμα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀροσίμου | τοῦ ἀροσίμου | τῶν ἀροσίμων | τῶν ἀροσίμων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀροσίμῳ | τῷ ἀροσίμῳ | τοῖς, ταῖς ἀροσίμοις | τοῖς ἀροσίμοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀρόσιμον | τὸ ἀρόσιμον | τοὺς, τὰς ἀροσίμους | τὰ ἀρόσιμα |
Κλητική | ἀρόσιμε | ἀρόσιμον | ἀρόσιμοι | ἀρόσιμα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀροσίμω | |||
Γενική-Δοτική | ἀροσίμοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀρόσιμος < ἀρόω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂erh₃- (οργώνω)
Επίθετο[επεξεργασία]
ἀρόσιμος, -ος, -ον