ἀσκανδαλίστως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀσκανδαλίστως, λέξη του 5ου αιώνα < ἀσκανδάλιστ(ος) + -ως ή (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀσκανδαλίστως

Επίρρημα[επεξεργασία]

ἀσκανδαλίστως

  1. χωρίς ταραχές και προστριβές
  2. ασκανδάλιστα

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀσκανδαλίστως, λέξη του 5ου αιώνα < ἀσκανδάλιστ(ος) + -ως

Επίρρημα[επεξεργασία]

ἀσκανδαλίστως

Πηγές[επεξεργασία]