ἀτμίς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀτμίς < ἀτμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀτμίς, -ίδος θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ἀτμός
- ἀτμίζω αχνίζω και εξαφανίζομαι, εξατμίζομαι