ἀτμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀτμός < ἄω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀτμός αρσενικό
- αναθυμίαση, ατμός, άχνισμα
- οἱ δὲ μετὰ σταλαγμῶν καὶ ἀτμίζοντες (ιδρώτες), ἀγαθοί. : οι ιδρώτες που σχηματίζουν σταγόνες και ατμούς, είναι καλοί (Ιπποκρ. Προγνωστικόν)
- βωμὸς ἀτμίζων πυρί
- η κάπνα από το κρέας όταν μαγειρεύεται
[επεξεργασία]
- ἀτμίς,-ίδος : υδρατμός, σταλιά
- ἀτμίζω αχνίζω και εξαφανίζομαι, εξατμίζομαι