αναθυμίαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναθυμίαση | οι | αναθυμιάσεις |
γενική | της | αναθυμίασης* | των | αναθυμιάσεων |
αιτιατική | την | αναθυμίαση | τις | αναθυμιάσεις |
κλητική | αναθυμίαση | αναθυμιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναθυμιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναθυμίαση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναθυμίασις[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.na.θiˈmi.a.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐θυ‐μί‐α‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναθυμίαση θηλυκό
- τα συνήθως αλλά όχι πάντα δύσοσμα, δυσάρεστα -για την πνιγηρότητα που ίσως προκαλούν- ή και τοξικά αέρια τα οποία προέρχονται από διάφορες πηγές -είτε από καύση ουσιών, είτε από σήψη είτε από χημικές αντιδράσεις που αναδίδουν ατμούς.
- ↪ Το παιχνίδι με τις φωτιές στη χωματερή των Άνω Λιοσίων, το πληρώνουν οι κάτοικοι γειτονικών περιοχών που κινητοποιήθηκαν, αφού η ζωή τους έχει γίνει αφόρητη λόγω των αναθυμιάσεων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αναθυμίαση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)