ἄω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἄω < ίδια ρίζα με τις λέξεις ἀήρ, αὔρα, ἀτμός, ἀήτης, ἂημι ἀάω, ίσως ηχομιμητικό από τον ήχο της ανάσας
Ρήμα
[επεξεργασία]ἄω (ο ενεστώτας δεν απαντά)
- Ο παρατατικός στον τύπο ἂεν σήμαινε πνέω, φυσώ
- στον αόριστο κοιμάμαι
- ἐνὶ κοίτη ἄεσα : σε κάποιο κρεβάτι βρήκα να κοιμηθώ (Οδύσσεια, 19, 342)
- πλήττω, βλάπτω (ίσως)
- χορταίνω (ίσως)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- ἄω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.