ἁβρόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἁβρόν < εκ του ἁβρός
Επίθετο[επεξεργασία]
ἁβρόν ουδέτερο
Επίρρημα[επεξεργασία]
ἁβρόν (τροπικό)
- με ευγένεια, ευγενικά
- με λαμπρότητα, λαμπρά