λαμπρά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαμπρά < λαμπρός

Επίρρημα[επεξεργασία]

λαμπρά

  • πολύ καλά, πολύ ωραία (συχνά με ειρωνική απόχρωση)
- Πώς τα πήγες στο διαγώνισμα;
- Λαμπρά!

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

λαμπρά