υπέροχα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /iˈpe.ɾo.xa/
Επίρρημα[επεξεργασία]
υπέροχα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπέροχα
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
υπέροχα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του υπέροχος