ἁγιώνυμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἁγιώνυμος < ελληνιστική ἅγιος + όνομα
Επίθετο[επεξεργασία]
ἁγιώνυμος, -ος, -ον
- αυτός που προσαγορεύεται άγιος, ο ιεράρχης, ο πατριάρχης, ο πάπας
- γεωγραφικός τόπος, (χώρα, πόλη, χωριό, νήσος, χερσόνησος κ.λπ.), ή μέσον μεταφοράς (πλοίο), ή τάγμα (πολιτικό, θρησκευτικό ή στρατιωτικό), ή αδελφότητα ή σωματείο που φέρει όνομα αγίου.