ἁνία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ανία, ἀνία

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἁνία θηλυκό

  1. δωρικός τύπος του ἡνία

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

ἁνία

  1. δωρικός τύπος, δυϊκός αριθμός του ἡνίον (τα 2 ηνία)