ἄβρωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄβρωτος < α- στερητικό και βρωτόν < βιβρώσκω

Επίθετο[επεξεργασία]

ἄβρωτος, -ος, -ον,
  1. ο ακατάλληλος προς βρώση
  2. με παθητική έννοια: αυτός που δεν έχει φαγωθεί ακόμα, ο αφάγωτος